αὐτενέργητος
English (LSJ)
or αὐτοενέργητος, ον, spontaneous, ζωή Procl. in Prm.p.611S. (αὐτ-), in Alc.p.18C. (αὐτο-), Theol.Plat.6.22, Iamb. Myst.4.3.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): αὐτοενέργητος Procl.in Alc.18
que actúa por sí mismo, espontáneo, ἐνέργεια Iambl.Myst.4.3, ζωή Procl.l.c., Procl.Theol.Plat.6.22, ἰδιότης Procl.in Alc.279, τὸ αὐθυπόστατον Procl.in Prm.785.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτενέργητος: -ον, ἢ αὐτοενέργητος, ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ἐνεργῶν, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. σ. 18· ― «τὸ σημαῖνον ἐνέργειαν αὐτενέργητον καλεῖται· τὸ δὲ πάθος αὐτοπαθές» Γραμματ.
Greek Monolingual
αὐτενέργητος, -ον (AM) ενεργώ
αυθόρμητος.