αὐτοκμής

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω) = αὐτοπόνητος, Opp.H.1.718.

Spanish (DGE)

-ῆτος
trabajado por sí mismo, de donde natural καλίη Opp.H.1.718.

German (Pape)

[Seite 398] ῆτος, von selbst gemacht, natürlich, καλιή Opp. H. 1, 718.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω) = αὐτοπόνητος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 718.