αὐτοπόνητος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
αὐτοπόνητον, self-wrought, natural, ῥεῦμα μελισσῶν AP9.404 (Antiphil.).
Spanish (DGE)
-ον
hecho por uno mismo, trabajado por uno mismo, natural αὐτοπόνητον ῥεῦμα μελισσῶν secreción natural de las abejas, AP 9.404 (Antiphil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait litt. travaillé de soi-même, càd naturel.
Étymologie: αὐτός, πονέω.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοπόνητος: естественный, природный (ῥεῦμα μελισσῶν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπόνητος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ πεπονημένος, ῥεῦμα μελισσῶν Ἀνθ. Π. 9. 404.
Greek Monotonic
αὐτοπόνητος: -ον (πονέω), ο αφ' εαυτού δουλεμένος, σε Ανθ.