αὐτώδης

English (LSJ)

αὐτῶδες, Ion. for αὐθάδης, acc. to A.D.Pron.74.9, Hsch.: but Hdt.6.92 has αὐθαδέστεροι.

Spanish (DGE)

v. αὐθάδης.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτώδης: -ες, Ἰων. ἀντὶ αὐθάδης Ἀπολλώνιος π. Ἀντων. 354C, Ἡσύχ. ἀλλ' ἐν Ἡρόδ. 6. 92 ὑπάρχει ὁ κοινὸς τύπος αὐθαδέστερον.

Greek Monolingual

αὐτώδης, -ες (Α)
ο αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. που προήλθε με συναίρεση και ιωνική ψίλωση < αυτοFάδης < αυτός + Faδ-, αδείν (ανδάνω), άδος (βλ. και λ. αυθάδης)].

German (Pape)

ion. = αὐθάδης, Apoll. pron. 94.