αὔταρχος

English (LSJ)

αὔταρχον, autocratic, ἰσχύς Id.61.7: as substantive, IGRom.4.1612 (Hypaepa).

Spanish (DGE)

-ον
1 autocrático, absoluto πᾶσα ἰσχὺς αὔ. D.C.61.7.3.
2 que se basta a sí mismo, que es suficiente en sí mismo αὔ. ὑμῶν κατάστασις IEphesos 3803a.5 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 395] ὁ, = αὐτάρχης.

Greek (Liddell-Scott)

αὔταρχος: -ον, δεσποτικός, ἀπόλυτος, ἰσχὺς Δίων Κ. 61. 7: ― ὡς οὐσιαστ. = αὐτοκράτωρ, Κ. Μανασσ. Χρον. 3867, 5410, 6245.

Greek Monolingual

αὔταρχος, -ον (AM)
δεσποτικός, απόλυτος
μσν.
το αρσ. ως ουσ. κυρίαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + αρχός < άρχω].