absoluto
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
Spanish > Greek
αὔταρχος, ἐντελής, αὐτεξούσιος, ἀόριστος, αὐτοκρατορικός, ἄσχετος, ἀκραιφνής, ἀσύμπλοκος, ἀσύζυγος, ἐλαχύς, ἀνυπόθετος, ἀπολυτικός, ἀπολύω, ἀπόλυτος, ἅπας, ἁπλόος