βάκχος

Russian (Dvoretsky)

βάκχος:
1 жрец Вакха, вакхант Plat.: Ἃιδου β. Eur. одержимый Гадесом, т. е. лишившийся рассудка;
2 вино (κρατὴρ βάκχου Eur.; βάκχον ἐκπιών Anth.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: a fish, kind of κεστρεύς (Hicesios apud Ath. 306 e)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: S. Thomson Fishes , Saint-Denis, Animaux marins and Strömberg Fischnamen 96.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάκχος -ου, ὁ bacchant (een volgeling van Dionysus) :. ναρθηκοφόροι μὲν πολλοί, βάκχοι δέ τε παῦροι er zijn veel thyrsusdragers, maar weinig bacchanten (spreekwoord, vgl. Ned. ‘velen worden geroepen, weinigen zijn uitverkoren’) Plat. Phaed. 69d.

English (Woodhouse)

bacchic reveller

Mantoulidis Etymological

(=τό ὄνομα τοῦ θεοῦ Διονύσου). Πιθανόν συγγενικό μέ τό ἠχῶ, ἰαχή. Ρίζα: ϝαχ → ϝι + ϝακ + χος→ Βάκχος.
Παράγωγα: βακχεύω (=γιορτάζω τή γιορτή τοῦ Βάκχου, κατέχομαι ἀπό μανία), Βάκχειος, βακχεία, βάκχευμα, βάκχευσις, βακχευτής, Βάκχη (=μαινάδα), βακχευτικός.