βάκχευσις
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
-εως, ἡ, Bacchic revelry, E. Ba. 357.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
bacanal πικρὰν βάκχευσιν ἐν Θήβαις ἰδών E.Ba.357, β. τῆς ψυχῆς Plu.2.1089c.
German (Pape)
[Seite 427] ἡ, bacchisches Schwärmen, Bacchusfest, Eur. Bacch. 357; Plut. non posse 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
transport bachique.
Étymologie: βακχεύω.
Greek Monolingual
βάκχευσις, η (Α) βακχεύω
βακχική μανία, ξεφάντωμα.
Russian (Dvoretsky)
βάκχευσις: εως ἡ вакхическое исступление Eur., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάκχευσις -εως, ἡ bacchantische vervoering, bacchantische razernij.