βάρις

Greek Monolingual

(-ιδος), η (Α βᾱρις, -ιδος και -εως)
νεοελλ.
μικρή κανονιοφόρος του πολεμικού ναυτικού ή μεγαλύτερο πολεμικό τεθωρακισμένο ατμόπλοιο
αρχ.
αβαθές φαρδύ ποταμόπλοιο, που το χρησιμοποιούσαν, κυρίως στην Αίγυπτο, για τη μεταφορά γεωργικών προϊόντων ή λίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αιγυπτιακής προέλευσης
πρβλ. κοπτικό bari «βάρκα». Το λατ. bāris (> bārica > bārca) είναι δάνειο από την Ελληνική].