βέτο

Greek Monolingual

το
1. το δικαίωμα των Ρωμαίων δημάρχων να αντιτάσσονται σε κάθε απόφαση ή πράξη των ρωμαϊκών Αρχών
2. το δικαίωμα αρνησικυρίας, με το οποίο εμποδίζεται, ματαιώνεται ή ανατρέπεται η λήψη απόφασης από συλλογικό όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (λατ. ρ.) veto «απαγορεύω»].