η1. καρφί με ελικοειδείς εγκοπές2. φρ. α) «είναι βίδα» — είναι παράλογος ή εκκεντρικόςβ) «του' στρίψε η βίδα» — τρελάθηκε.[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) vida].