βίδα

Greek Monolingual

η
1. καρφί με ελικοειδείς εγκοπές
2. φρ. α) «είναι βίδα» — είναι παράλογος ή εκκεντρικός
β) «του' στρίψε η βίδα» — τρελάθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) vida].