βακτηριοκτόνος

Greek Monolingual

-ο
ο καταστρεπτικός για τα βακτηρίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. bactericide < bacteri- < bacterium (πρβλ. βακτήριο) + -cide < λατ. -cida < (ρ.) caeolo «σκοτώνω». Ο ελληνικός όρος μαρτυρείται στον Σπυρίδωνα Μηλιαράκη].