βαρυδότειρα
English (LSJ)
ἡ, giver of ill gifts, Μοῖρα A.Th.977.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠδότειρα) -ας, ἡ que da duros regalos Μοῖρα A.Th.975.
German (Pape)
[Seite 433] Μοῖρα, Unglücksgeberin, Aesch. Sept. 960. 975.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
qui accable de maux.
Étymologie: βαρύς, δίδωμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυδότειρα -ας, ἡ βαρύς, δίδωμι ‘geefster van lasten’, d.w.z. ongelukbrengster.
Russian (Dvoretsky)
βαρυδότειρα: ἡ подательница бедствий (эпитет Мойры) Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠδότειρα: ἡ, ἡ παρέχουσα τὰ βάρη, τὰς δυστυχίας, Μοῖρα Αἰσχύλ. Θήβ. 975, 988.
Greek Monolingual
βαρυδότειρα, η (Α)
φρ. «βαρυδότειρα Μοῖρα» — η Μοίρα που δίνει δυσάρεστα δώρα, που φέρνει δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + δότειρα, θηλ. του δοτήρ < δίδωμι.
Greek Monotonic
βᾰρῠδότειρα: ἡ, αυτή που παρέχει δυσμενή βάρη, ζημίες, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
giver of ill gifts, Aesch.