βαρυσκελής

English (LSJ)

βαρυσκελές, heavy in the legs, slow, Trag.Adesp.250.

Spanish (DGE)

(βᾰρυσκελής) -ές
lento ref. a Aquiles, la médula οὐ βαρυσκελῆ ποεῖ Trag.Adesp.250.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠσκελής: -ές, ὁ ἔχων βαρέα σκέλη, βραδύς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

βαρυσκελής (-οῦς), -ές (AM)
αυτός που νιώθει τα πόδια του βαριά, ο δυσκίνητος.