βαρύδιον

English (LSJ)

Dim. of βάρος, small weight, f.l. for βαρύλλιον, Hero Spir.2.4.

Spanish (DGE)

-ου, τό peso diminuto Hero Spir.2.4 (var.).

Greek (Liddell-Scott)

βαρύδιον: ὑποκορ. = μικρὸν βάρος ἐν τῷ πυθμένι τοῦ ὑδροστάτου τοῦ διὰ τοῦ ὕδατος δεικνύοντος τὴν ὁριζόντιον ἐπιφάνειαν, Ἥρων (Μαθ. Ἀρχ.)

Greek Monolingual

και βαρύλλιον, το
βλ. βαρίδι.