βαρύκομπος

English (LSJ)

βαρύκομπον, loud-roaring, λέοντες Pi.P. 5.57.

Spanish (DGE)

(βᾰρύκομπος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de sordo rugido λέοντες Pi.P.5.57.

English (Slater)

βᾰρύκομπος
1 loud roaring βαρύκομποι λέοντες (P. 5.57)

Greek Monolingual

βαρύκομπος, -ον (Α)
φρ. «βαρύκομπος λέων» — αυτός που βρυχάται βαριά, δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + κόμπος «θόρυβος, κρότος»].

German (Pape)

λέοντες, dumpf brüllend, Pind. P. 5.57.

Russian (Dvoretsky)

βαρύκομπος: глухо рычащий (λέοντες Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύκομπος -ον βαρύς, κόμπος luid brullend, van leeuwen. Pind.