βασίλειον
English (LSJ)
Ion. βασιλήϊον, τό,
A kingly dwelling, palace, X.Cyr.2.4.3, etc.; more common in plural, Hdt.1.30, 178, Arist.Oec.1352a11, etc.
b seat of empire, capital, Plb.3.15.3, D.S.19.18, Str.1.2.25.
2 royal treasury, Hdt.2.149: pl., Isoc. 3.31.
II tiara, diadem, LXX 2 Ki.1.10, Roussel Cultes Égyptiens 233 (Delos, ii B.C.), OGI90.45 (Rosetta), Plu.2.358d, Porph. ap. Eus. PE3.11, Horap.1.15: metaph., τὸ βασίλειον τῆς εὐπρεπείας = the diadem of beauty, LXX Wi.5.16.
III = ἅλιμος, Ps.-Dsc.1.91; = λευκόϊον, Id.3.123.
IV Βασίλεια, τά, festival of Zeus Basileus, in Boeotia, IG7.552, Sch.Pi.O.7.153, IG12(1).78; at Olbia, IPE1.105.
Russian (Dvoretsky)
βᾰσίλειον: ион. βασιλήϊον τό
1 тж. pl. царский дворец Her., Arph., Xen., Plat., Diod., Plut.;
2 столица Polyb., Diod.;
3 царская сокровищница Her.;
4 царская диадема Plut.;
5 царская власть Plut.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσίλειον: Ἰων.-ήϊον, τό, βασιλικὸν ἐνδιαίτημα, ἀνάκτορον,Ξεν.Κυρ.2.4,3,κτλ.· ἀλλὰ κοινότερον κατὰ πληθ., Ἡρόδ. 1.30,178,κτλ.-ἡ ἕδρα κράτους τινός,ἡ πρωτεύουσα,ἡ βασιλικὴ πόλις,Πολύβ. 3.15,3,κτλ. 2) τὸ βασιλικὸν θησαυροφυλάκιον, Ἡρόδ. 2.149. ΙΙ. τιάρα, διάδημα,Πλούτ. 2.358D ΙΙΙ. ὄνομα διδόμενον εἰς ἐκλεκτὰ πράγματα, ὡς «βασιλικά σῦκα»(πρβλ. βασιλεύς ΙV),Ἡσύχ.· σπάνιόν τι μύρον,Πολυδ.6.105,κτλ.
English (Abbott-Smith)
βασίλειον, -ου, τό (< βασίλειος, q.v.), [in LXX for הֵיכָל ( Na 2:6, Da 6:18*), מַמְלָכָה ( III Ki 3:1 14:8, IV Ki 15:19*), etc.;]
1.a capital city.
2.Freq. in plural, τὰ β., a palace: Lk 7:25. †
English (Strong)
Greek Monotonic
βᾰσίλειον: Ιων. βασιλήϊον, τὸ (βασιλεύς),
1. βασιλικό ενδιαίτημα, παλάτι, σε Ξεν.· συχνότερα απαντά στον πληθ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. βασιλικό θησαυροφυλάκιο, στον ίδ.
Middle Liddell
βασιλεύς
1. a kingly dwelling, palace, Xen. mostly in plural, Hdt., etc.
2. the royal treasury, Hdt.