παλάτι

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

το (ΑΜ παλάτιον, Μ και παλάτιν)
1. ανάκτορο βασιλιά, ηγεμόνα
2. (ειδικά) τα ανάκτορα τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων
3. το προσωπικό τών ανακτόρων στο σύνολο του, οι αυλικοί, οι σύμβουλοι του βασιλιά, η αυλή
νεοελλ.
1. ο βασιλιάς και η βασιλική οικογένεια
2. η βασιλική εξουσία
νεοελλ.-μσν.
μεγαλοπρεπές οικοδόμημα, πολυτελής κατοικία, μέγαρο
μσν.
πιθ. εκκλησία
μσν.-αρχ.
η κατοικία του θεού, ο παράδεισος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Palatium].