παλάτι

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ παλάτιον, Μ και παλάτιν)
1. ανάκτορο βασιλιά, ηγεμόνα
2. (ειδικά) τα ανάκτορα τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων
3. το προσωπικό τών ανακτόρων στο σύνολο του, οι αυλικοί, οι σύμβουλοι του βασιλιά, η αυλή
νεοελλ.
1. ο βασιλιάς και η βασιλική οικογένεια
2. η βασιλική εξουσία
νεοελλ.-μσν.
μεγαλοπρεπές οικοδόμημα, πολυτελής κατοικία, μέγαρο
μσν.
πιθ. εκκλησία
μσν.-αρχ.
η κατοικία του θεού, ο παράδεισος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Palatium].