βασκοσύνη
English (LSJ)
ἡ, poet. for βασκανία, Poet.de herb.51,131, PMag.Lond.122.34, PMag.Par.1.1400.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
mal de ojo, embrujamiento, hechizo προσκλυζομένη ... πρὸς ... βασκοσύνας ... ἔστιν ἄκος Poet.de herb.51, cf. 132, διάσωσόν με ... ἀπὸ ... βασκοσύνης πάσης PMag.8.34, cf. SB 6584.4 (IV/V d.C.), Suppl.Mag.31.4, Hippiatr.Paris.979.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βασκοσύνη: ἡ, ποιτ. ἀντὶ τοῦ βασκανία, Ποιητὴς π. Βοτ. 51.210.
Greek Monolingual
η (Α βασκοσύνη)
η βασκανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βασκανοσύνη (< βάσκανος) με συλλαβική ανομοίωση].
Léxico de magia
ἡ 1 hechicería, maleficio διάσωσόν με πάντοτε ... ἀπὸ βασκοσύνης πάσης guárdame en todo momento de toda hechicería P VIII 34 C 3 4 SM 31 4 2 personif. Hechicería Μοίραις, Ἀνάγκαις, Βασκοσύναις, ... καὶ φθίμενοις ἀώροις ... πέμπω τροφάς a las Moiras, las Necesidades, las Hechicerías y a los que han muerto prematuramente envío alimentos P IV 1400