βασταγή
English (LSJ)
ἡ, transport, τῶν ἀναγκαίων Lyd.Mag.1.13.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I sin mov.
1 carga Hsch.
2 mec. soporte, suspensión τοῦ κριοῦ Poliorc.228.1.
II c. mov.
1 acarreo Al.Nu.4.19, β. καὶ φορὰ τῶν ἀναγκαίων Lyd.Mag.1.13, cf. Cod.Iust.12.57.3.
2 caravana δι' ὀλίγου χρόνου βασταγὰς ... γίνεσθαι ἐκ τῶν ἐκεῖ Cosm.Ind.Top.2.46, cf. Cyr.S.V.Sab.58.
Greek (Liddell-Scott)
βασταγή: ἡ, πρᾶξις τοῦ βαστάζειν, τῶν ἀναγαίων Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. 1.13.
Greek Monolingual
η (Α βασταγή) βαστάζω
1. ό,τι μπορεί να βαστάσει, να κρατήσει και να μεταφέρει κάποιος
2. δέμα.