Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
βελάζω
Greek Monolingual
και μπελάζω 1. (για πρόβατα και γίδια) βγάζω τη χαρακτηριστική φωνή μπε, μπε 2. (για άνθρωπο) α) σκούζω, θρηνώ β) ζητώκάτι μ' επιμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένο ρ. από το βε ή μπε, χαρακτηριστικό της φωνής των προβάτων].