βιαιομάχας
French (Bailly abrégé)
α (ὁ) :
qui lutte par la force, vaillant guerrier.
Étymologie: βίαιος, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
βιαιομάχας: α ὁ ожесточенно сражающийся, доблестный боец Anth.
Greek (Liddell-Scott)
βιαιομάχας: α, ὁ, ὁ βιαίως μαχόμενος, οὐ δόλῳ, ἀνδρεῖος μαχητής, Ἀνθ. II. 6. 129 (ἔνθα τὸ Παλ. χφον ἔχει –μάχος).
Greek Monotonic
βιαιομάχας: ὁ (μάχομαι), αυτός που μάχεται, αυτός που αγωνίζεται βίαια, ανδρείος μαχητής, σε Ανθ.