βιβλιοδεσία

Greek Monolingual

η
η ένωση των φύλλων χειρογράφου ή βιβλίου και η κάλυψή τους με προστατευτικό κάλυμμα, το δέσιμο, το στάχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοδέτης. Η λ. μαρτυρείται στον Εμμανουήλ Ροΐδη].