βιβλιομαντεία
Greek Monolingual
η
μαντεία που ασκείται με τη χρησιμοποίηση περικοπών από θρησκευτικά ή μυστικιστικά βιβλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + μαντεία (πρβλ. αγγλ. bibliomancy). Η λ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
η
μαντεία που ασκείται με τη χρησιμοποίηση περικοπών από θρησκευτικά ή μυστικιστικά βιβλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + μαντεία (πρβλ. αγγλ. bibliomancy). Η λ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].