βιολί

Greek Monolingual

το
1. τετράχορδο μουσικό όργανο που κουρδίζεται σε διαστήματα πέμπτης
2. τα βιολιά μικρή ορχήστρα από διάφορα μουσικά όργανα
3. φρ. «εσύ το βιολί σου» ή «άρχισες...» ή «συνεχίζεις το ίδιο βιολί» — για μονότονη ενοχλητική συνήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) violin ή υποκορ. του βιόλα (II)].