βιοτεχνία

Greek Monolingual

η
κλάδος της παραγωγής που ασχολείται με τη μετατροπή πρώτων υλών σε προϊόντα είτε έτοιμα είτε ενδιάμεσα για περαιτέρω επεξεργασία
χρησιμοποιεί μικρό αριθμό εργατών και μηχανικά μέσα σε περιορισμένη έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιοτέχνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Κων. Ασώπιο].