βλάμης

Greek Monolingual

ο (θηλ. βλάμισσα, η)
1. αδερφοποιτός, αυτός που έχει ορκιστεί να κρατήσει αδελφική φιλία με κάποιον
2. φίλος, σύντροφος
3. εραστής, αγαπητικός
4. ψευτοπαληκαράς
5. κουμπάρος
6. ονομασία των μελών κατώτερου βαθμού της Φιλικής Εταιρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αλβ.) vlum ή vellam].