αγαπητικός

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ιά) (Α ἀγαπητικός, -ή, -όν) ἀγαπῶ
αυτός που αγαπά
νεοελλ.
1. αγαπητός, εγκάρδιος φίλος
2. αυτός που αγαπά ερωτικά
3. (αρσ.) α) παράνομος εραστής
β) εκείνος που ζει από την εκμετάλλευση γυναικών
4. θηλ. ερωμένη, φιλενάδα, μαιτρέσα
αρχ.
1. στοργικός, φιλόστοργος
2. το ουδ. ως ουσ. το αγαπητικόν
η ικανότητα του να αγαπά κανείς.