βλάψιμο

Greek Monolingual

το βλάπτω
1. βλάβη, ζημιά
2. πληγή
3. ελάττωμα
4. (για την τιμή) προσβολή
5. οι αδιαθεσίες της εγκύου κατά τους πρώτους μήνες της κύησης.