βλαισόπους

Spanish (DGE)

-ποδος, ὁ estevado, EM 199.32G.

Greek Monolingual

-ouv (AM βλαισόπους, -ουν)
αυτός που παρουσιάζει βλαισότητα, δυσμορφία, στα κάτω άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλαισός + πους].

German (Pape)

ουν, -σόποδος, mit auswärts gekrümmten Füßen, Hesych.