(AM βομβῶ, -έω)(για έντομα)1. παράγω βόμβο2. βουίζω, σφυρίζωαρχ.1. κάνω δυνατό θόρυβο, κρότο2. (για τη θάλασσα) χτυπώ με πάταγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < βόμβος ή, κατ' άλλους, παράλληλος τ. αυτού].