βουβωνικός
Spanish (DGE)
-ή, -όν inguinal ἐπίδεσμος Paul.Aeg.6.66.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ βουβωνικός, -ή, -όν, Α βουβωνιακός, -ή, -όν) βουβών
αυτός που ανήκει στους βουβώνες ή αναφέρεται σ' αυτούς («βουβωνικὴ χώρα», «βουβωνικὴ κήλη», «βουβωνικὸς πόρος», «βουβωνική πανώλης»)
μσν.
φρ. «βουβωνικὸν πάθος» — η πανούκλα.