βουλευτήριο

Greek Monolingual

το (AM βουλευτήριον)
το κτήριο ή ο χώρος όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές ή τα μέλη συμβουλίου
αρχ.
1. το σύνολο των βουλευτών, οι βουλευτές ως σώμα
2. φρ. «δόλια βουλευτήρια» — δόλιοι, κακόπιστοι σύμβουλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω) «βουλευτής» (Ησύχ.) ή κατ' ευθείαν < βουλεύω.