Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
βούζουνας
Greek Monolingual
ο και βουζούνα, η και βουζούνι, το σπυρί με πύο, δοθιήν, καλόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. βυζούνι<βυζούνι<βύζα, μεγεθ. του ουσ. βυζί. Ο τ. βούζουνας μεγεθ. του ουσ. βουζούνι].