βούπεινα
English (LSJ)
ἡ, = βουλιμία, Lyc.581, Call.Fr.7.11 P.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
hambre de buey, e.e. hambre feroz Call.Fr.24.11, Lyc.581, Hsch., Sch.Ar.Pl.873K.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βούπεινα: ἡ, = βουλιμία, Λυκόφρ. 581, 1395.
Greek Monolingual
βούπεινα, η (Α)
βουλιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βου- επιτατικό (< βους) + πείνα (πρβλ. βούλιμος, βουμελία κ.ά.)].