βούπρηστις

English (LSJ)

ιδος or εως, ἡ, (πρήθω)
A poisonous beetle, which being eaten by cattle in the grass causes them to swell up and die, Hp.Nat.Mul. 32, Arist.Fr.376, Nic.Al.346, Dsc.2.61.
II hare's ear, Bupleurum protractum, Thphr. HP 7.7.3.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ
• Morfología: [ac. βούπρηστιν Nic.Al.346; dat. βουπρήστει Archig. en Gal.12.406; plu. nom. βουπρήστεις Dsc.2.61; ac. βουπρήστιας Hp.Nat.Mul.32, βουπρήστεις Gal.14.264]
1 entom., n. de un escarabajo quizá el Meloë variegatus L., c. propiedades medicinales, Hp.Nat.Mul.l.c., Dsc.l.c., usado como antídoto contra un veneno, Arist.Fr.376, pero tb. muy venenoso, Nic.Al.335, al ser comido por los bueyes con el forraje, les hace hincharse y morir, Nic.l.c., Plin.HN 30.30, Ael.NA 6.35, cf. Gal.l.c.
2 bot., una especie de perfoliada, Bupleurum protractum Hoffmans et Link, Thphr.HP 7.7.3, Archig.l.c., Plin.HN 22.78.

German (Pape)

[Seite 459] ιδος, ἡ, 1) ein giftiger Käfer, der, verschluckt, die Ochsen anschwellen macht, Nic. Al. 346; Hippocr. – 2) eine Gemüseart.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούπρηστις -ιδος en -εως, ἡ βοῦς, πρήθω een insect, missch. oliekever.

Russian (Dvoretsky)

βούπρηστις: ιδος ἡ зоол. бупрестида (предполож. один из жуков-нарывников - Meloe) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

βούπρηστις: ιδος ἢ εως, ἡ, (πρήθω) εἶδος δηλητηριώδους κανθαρίδος, ἥτις τρωγομένη ὑπὸ βοῶν μετὰ τοῦ χόρτου ἐπιφέρει εἰς αὐτοὺς ἐξοίδησιν τοῦ σώματος καὶ θάνατον, Ἱππ. 573. 14 κἑκ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 338, Νικ. Ἀλ. 346, Διοσκ. 2. 66. ΙΙ. εἶδος λαχάνου, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 7, 3.

Greek Monolingual

η (Α βούπρηστις)
γένος Κολεόπτερων Εντόμων
αρχ.
ονομασία για διάφορα Κολεόπτερα που προκαλούσαν κοιλιακό οίδημα στα βόδια, τα πρόβατα και λοιπά κατοικίδια φυτοφάγα.