βραγχαλέος

English (LSJ)

α, ον, (βράγχος) hoarse, Hp.Acut.(Sp.)55.

Spanish (DGE)

-ον medic. que padece ronquera Hp.Acut.(Sp.) 55.

German (Pape)

[Seite 460] heiser, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

βραγχαλέος: -α, -ον, (βράγχος) βραγχνός, Ἰππ. 405. 50.

Greek Monolingual

βραγχαλέος, -α, -ον (Α)
βραχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βράγχος + -αλέος (πρβλ. αργαλέος, κερδαλέος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραγχαλέος -η -ον βράγχος hees. Hp.