βραδυβάμων

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος, slow-walking, Arist.Phgn. 813a3.

Spanish (DGE)

-ον de marcha lenta Arist.Phgn.813a3.

German (Pape)

[Seite 460] ον, langsam gehend, Arist. Physiogn. 6, 44 (p. 813).

Russian (Dvoretsky)

βρᾰδυβάμων: 2, gen. ονος медленно идущий, с неторопливой походкой Arst.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰδῠβάμων: [ᾱ], -ον, ὁ βραδέως περιπατῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. C. 44.

Greek Monolingual

βραδυβάμων, -ον (Α)
εκείνος που περπατάει αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -βάμων < βαίνω (πρβλ. βραχυβάμων, ετεροβάμων κ.ά.)].