βριθύκερως
English (LSJ)
ων, gen. ω, with heavy horns, Opp.H.2.290.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βρῑθύκερως: -ων, γεν. -ω, ὁ βαρέα ἔχων κέρατα, Ὀππ. Ἁλ. 2. 290.
Greek Monolingual
βριθύκερως, -ων (Α)
αυτός που έχει βαριά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βριθύς + -κερως < κέρας (πρβλ. αιγόκερως, βούκερως κ.ά.)].