βούκερως
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ων, gen. ω,
A horned like an ox or horned like a cow, ἄγαλμα Hdt.2.41; βουκέρως παρθένος, of Io, A. Pr.588 (lyr.); Ἴακχος S.Fr.959.
II = βούκερας, fenugreek, Trigonella foenum-graecum Dsc.2.102.
Spanish (DGE)
-ων
• Morfología: [gen. -ω A.Pr.588]
1 de cuernos de vaca o toro παρθένος A.Pr.l.c., Ἴακχος S.Fr.959, τῆς Ἴσιος ἄγαλμα Hdt.2.41, cf. Lib.Or.11.114.
2 subst. ὁ β. bot. fenogreco, alholva Dsc.2.102.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ω;
aux cornes de bœuf.
Étymologie: βοῦς, κέρας.
German (Pape)
[Seite 456] ων, 1) = βουκέραος, Her. 2, 41; Aesch. Prom. 590 u. sp. D. – 2) = vorigem, Diosc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούκερως -ων, gen. -ω βοῦς, κέρας met runderhorens.
Russian (Dvoretsky)
βούκερως: 2, gen. ω украшенный бычачьими или коровьими рогами, волорогий (παρθένος, sc. Ἰώ Aesch.; τῆς Ἴσιος ἄγαλμα Her.).
Middle Liddell
κέρας
horned like an ox or cow, Hdt., Aesch.
Greek Monolingual
βούκερως, -ων (-ω) και βουκέραος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού
2. φρ. «βούκερως παρθένος» η Ιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -κέρως < γεν. κέρα (σ) ος της λ. κέρας.
Greek Monotonic
βούκερως: -ων (κέρας), γεν. -ω, αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού ή της αγελάδας, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
βούκερως: -ων, γεν.-ω, ὁ ἔχων κέρατα ὥς τις βοῦς, Ἡρόδ. 2. 41· β. παρθένος, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 588. ΙΙ.=τῷ προηγ., Διοσκ. 2. 124.