(Μ βρομίζω)1. κάνω κάτι βρόμικο, λερώνω2. μεταδίδω σε κάτι άσχημη μυρωδιά3. αναδίδω άσχημη μυρωδιά4. σαπίζω, αλλοιώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), αναλογικά κατά τα ρήματα σε -ίζω από τον αόρ. -ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε -ισα].