βροχερός

Spanish (DGE)

-ή, -όν de lluvia ὕδωρ Cat.Cod.Astr.9(2).145.

Greek Monolingual

-ή, -ό βροχή
1. (για τον καιρό) εκείνος που προμηνύει ή φέρνει βροχή
2. (για κλίμα, τόπο, εποχή) αυτός που έχει πολλές βροχές.