βυθισμός
English (LSJ)
ὁ, sinking, submersion, Hld.9.8.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
terreno hueco, tierra movediza ἵππου τε ὁμοίως καὶ ἀνδρὸς βάσιν εἰς βυθισμὸν ἐνεδρεῦον hundían el pie igual de hombres que de caballos en terreno movedizo Hld.9.8.6.
German (Pape)
[Seite 467] ὁ, das Versenken, Heliod. 9. 9.
Greek (Liddell-Scott)
βῠθισμός: -οῦ, ο, καταβύθισις, τὸ καταβυθίζειν ἢ και αβυθίζεσθαι, Ἡλιόδ. 9. 8.
Greek Monolingual
ο (AM βυθισμός) βυθίζω
η καταβύθιση
νεοελλ.
φρ. «ο βυθισμός του λόγου» — η βαθιά σκέψη.