Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
γήθεν
Greek Monolingual
γῆθενεπίρρ. (AM) γη από τη γη («Χαῖρε κλῖμαξ, γῆθεν πάντας ἀνυψώσασα χάριτι» — κλίμακα που ανύψωσες όλους τους ανθρώπους από τη γη προς τον ουρανό, Ακάθ. Ύμνος) αρχ. μέσα από τη γη, από τον τάφο, από τον κάτω κόσμο.