και γαγγίτις, η (Α)αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («γαγγῆτις λίθος» — ο γαγάτης).[ΕΤΥΜΟΛ. < Γάγγης, με πιθανή επίδραση της λ. γαγάτης, που οφείλεται σε παρετυμολογία].