γαγγῆτις

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

German (Pape)

[Seite 469] πέτρα, = γαγάτης, Sp. S. N. pr.

Greek Monolingual

και γαγγίτις, η (Α)
αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («γαγγῆτις λίθος» — ο γαγάτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Γάγγης, με πιθανή επίδραση της λ. γαγάτης, που οφείλεται σε παρετυμολογία].

Frisk Etymological English

See also: s. γαγάτης