οσάκκος γεμάτος άμμο που χρησιμοποιείται σε οχυρώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαιο- < γαία + σάκκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].