γαλέα

Greek Monolingual

(I)
η (Μ γαλέα)
μικρό πολεμικό πλοίο με πανιά και κουπιά που το χρησιμοποιούσε ο βυζαντινός στόλος ως ανιχνευτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (κάτω ιταλ.) galea].
(II)
η
βλ. γαλιά.