γαλακτογόνος
Greek Monolingual
-ο
1. (για αδένες) αυτός που εκκρίνει γάλα
2. (για ουσίες ή φάρμακα) ο γαλακταγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -γόνος < γίγνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].
-ο
1. (για αδένες) αυτός που εκκρίνει γάλα
2. (για ουσίες ή φάρμακα) ο γαλακταγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -γόνος < γίγνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].