γαλακταγωγός

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual


ουσία ή φάρμακο που έχει την ιδιότητα να προκαλεί, να ευνοεί ή να αυξάνει την έκκριση γάλακτος.